- συμπήκτωση
- η, Ν1. η ιδιότητα τού σύμπηκτου2. φρ. «σημείο συμπήκτωσης» — ο βαθμός τής θερμοκρασίας κατά τον οποίο ένα υγρό και, ιδίως, λάδι παύει να είναι ρευστό και αρχίζει να πήζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμπηκτος + κατάλ. -ωση (πρβλ. πυράκτ-ωση)].
Dictionary of Greek. 2013.